- σφενδονώ
- σφενδονῶ, -άω, ΝΑ, και σφεντονώ, -άω, Ν, και σφενδονῶ, -έω, ΜΑ [σφενδόνη]χρησιμοποιώ σφενδόνη για τη βολή λίθων ή άλλου βλήματος, χτυπώ με σφεντόνανεοελλ.εκσφενδονίζωαρχ.κινώ κάτι σαν σφενδόνη, περιστρέφω, αιωρώ («ὅπλισμα... λαβὼν δεινῆς κορύνης διαφέρων ἐσφενδόνα», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.